Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Διαβάστε το βιβλίο: The Vampire Diaries Vol III : The Fury & Απόσπασμα στα Ελληνικά



ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΛΕΕΙ ''PRINT BOOK''

ΕΙΝΑΙ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ.

Love can kill

Elena: with Damon at her side, and wild with her craving for blood, the changed Elena struggles to control her desires.

Damon: his hunger for the golden girl wars with his hunger for revenge against Stefan.

Stefan: tormented after losing Elena, he will do anything to get her back. Even if it means becoming what he once despised. . . .

Getting what they want may come at a deadly cost.


Excerpt. © Reprinted by permission. All rights reserved.

Chapter One (Απόσπασμα)
Elena stepped into the clearing.
Beneath her feet tatters of autumn leaves were freezing into the slush. Dusk had fallen, and altbough the storm was dying away the Woods were getting colder. Elena didn't feel the cold.
Neither did she mind the dark. Her pupils opened wide, gathering up tiny particles of light that would havebeen invisible to a humnan. She could see the two figures struggling th the great oak tree quite clearly.
One had thick dark hair, which the wind churned into a tumbled sea of waves. He was slightly taller than the other, and although Elena couldn't see his face she somehow knew his eyes were green.
The other had a shock of dark hair as well, but his was fine and straight, almost like the pelt of an animal. His lips were drawn back from his teeth in fury, and the lounging grace of his body was gathered into a predator's crouch. His eyes were black.
Elena watched them for several minutes, without moving. She'd forgotten why she had come here, why she'd been pulled here by the echoes of their battle in her mind. This close the clamor of their anger and hatred and pain was almost deafening, like silent shouts coming from the fighters. They were locked in a death match.
I wonder which of them will win, she thought. They were both, wounded and bleeding, and the taller one's left arm hung at a unnatural angle. Still, he had just slam the other against the gnarled trunk of an oak tree. His fury was so strong that Elena could feel and taste it as well as hear it, and knew it was giving him impossible strength.
And, then Elena -remembered why she had come. How could she have forgotten? He was hurt. His mind had summoned her here, battering herwith shock waves of rage and pain. She had come to help him because she belonged to, him.
Two figures were down on the icy ground now, fighting like wolves, snarling.Swiftly and silently Elena went to them. The one with the wavy hair and green eyes -- Stefan, a voice in her mind whispered -- was on top, fingers scrabbling at the other's throat.Anger washed through Elena, anger and protectiveness. She reached between the two of them to grab that choking hand, to pry the fingers up.
It didn't occur to her that she shouldn't be strong enough to do this. She was strong was all. She threw her weight to the side, wrenching, her captive away from his opponent. For good measure, she bore down on his wounded arm, knocking him flat on his face in the leaf-strewn slush.Then shebegan to choke him from behind.
Her attack had taken him by surprise, but he was farfrom beaten. He struck back at her, His good hand fumbling for her throat.His thumb dug into her windpipe.
Elena found herself lunging at the hand, going for it with her teeth. Her mind could not understand it, but her body knew what to do. Her teeth, were a weapon, and they slashed into flesh,drawing blood.
But he was stronger than she was. With a jerk of his shoulders, he broke her hold on him and twisted in her grasp, flinging her down. And then he was, above her, his face contorted with animal fury. She hissed at him and went for his eyes with her nails, but he knocked her hand away.
He was going to kill her. Even wounded, he was by far the stronger. His lips had drawn back to show teeth already stained with scarlet. Like a cobra, he was ready to strike.
Then he stopped, hovering over her, his face changing.
Elena saw the green eyes, widen. The pupils which had been contracted to vicious dots, sprang open. He was staring down at, her as if truly seeing her for the first time.
Why was he looking at her that way? Why didn't he just get it over with? But now the iron hand on her, shoulder was releasing her., The animal snarl had disappeared, replaced by a look of bewilderment and wonder. He sat back, helping her to sit up, all the while gazing into her face.
"Elena"he whispered. His voice, was cracked. "Elena, it's. you."
Is that who I am? she thought. Elena?
It didn't really matter. She cast a, glance toward the old oak tree. He was still there,standing between the upthrust roots, panting, supporting himself against it with one hand. He was looking at her with his endlessly black eyes, his brows drawn together in a frown.
Don't worry, she thought. I can take care of this one. He's stupid. Then she flung herself on the green-eyed one again.
"Elena!" he cried as she knocked him backward. His good hand pushed at, her shoulder,holding her up. "Elena, it's me, Stefan! Elena,look at me!"
She was looking. All she could see was the exposed patch of skin at his neck. She hissed again, upper lip drawing, back, showing him her teeth.
He froze.
She felt the, shock reverberate through his body, saw his gaze, shatter. His face went as white as if someone had struck him a blow in the stomach. He shook his head slightly on the muddy ground.
"No," he whispered. "Oh, no
He -seemed to be saying it to himself, as if he didn't expect her to hear him. He reached a hand toward her cheek, and she snapped at it.
"Oh, Elena..." he whispered.
The last traces of fury, of animal bloodlust, had disappeared from his face. His eyes were stricken and greiving.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ:

1
ΗΈλενα μπήκε στο ξέφωτο.
Κάτω απ’ τα πόδια της θρυψαλιασμένα φθινοπωρινά
φύλλα πάγωναν μέσα στα λασπόνερα. Είχε σουρουπώσει
πια και η θύελλα είχε κοπάσει.Όσο περνούσε ηώρα, το κρύο
στο δάσος γινόταν όλο και πιο τσουχτερό. Η Έλενα όμως
δεν το ένιωθε.

Δεν την ενοχλούσε ούτε το σκοτάδι. Οι κόρες των ματιών
της ήταν ορθάνοιχτες και συγκέντρωναν τα αόρατα για
τους ανθρώπους μικροσκοπικά φωτόνια. Διέκρινε πολύ κα-
θαρά τις δύο αντρικές φιγούρες που πάλευαν κάτω από τη
μεγάλη βελανιδιά.

Ο ένας είχε πυκνά σκούρα μαλλιά – της θύμιζαν κύματα
φουρτουνιασμένης θάλασσας όπως τα είχε ανακατέψει ο
άνεμος. Ήταν λίγο πιο ψηλός απ’ τον άλλο. Η Έλενα ήξερε
ότι είχε πράσινα μάτια, παρόλο που δεν μπορούσε να δια-
κρίνει το πρόσωπό του.
Και ο άλλος είχε πλούσια σκούρα μαλλιά, αλλά τα δικά
του ήταν λεπτά και ίσια, σαν τρίχωμα ζώου. Τα χείλη του
ήταν τραβηγμένα πίσω από τη μανία. Το καλογραμμένο
κορμί του ήταν συσπειρωμένο – κορμί αρπακτικού ζώου,
έτοιμου να επιτεθεί. Τα μάτια του ήταν μαύρα.
Η Έλενα έμεινε να τους παρακολουθεί ακίνητη για μερι-
κά λεπτά. Είχε ξεχάσει γιατί είχε πάει εκεί, γιατί την είχε
τραβήξει εκεί η αντήχηση της πάλης τους στο μυαλό της. Η
βουβή αντάρα του θυμού, του μίσους και του πόνου τους
ήταν σχεδόν εκκωφαντική. Οι δύο αντίπαλοι ήταν λες και
ούρλιαζαν σιωπηλά, εγκλωβισμένοι σε μια θανάσιμη αντι-
παράθεση.
Αναρωτιέμαι ποιος θα νικήσει, συλλογίστηκε. Και οι δυο
τους ήταν πληγωμένοι και αιμορραγούσαν – το αριστερό
μπράτσο του ψηλότερου κρεμόταν μάλιστα κάπως αφύσι-
κα. Παρ’ όλα αυτά, είχε μόλις εκσφενδονίσει τον άλλο πάνω
στον ροζιασμένο κορμό μιας βελανιδιάς. Ήταν τόσο ασύλ-
ληπτη η μανία του, που η Έλενα την ένιωθε, τη γευόταν και
την άκουγε· ήξερε, επίσης, ότι αυτή η μανία τού έδινε απί-
στευτη δύναμη.
Και τότε θυμήθηκε γιατί είχε πάει εκεί. Μα πώς μπόρεσε
να το ξεχάσει; Εκείνος ήταν πληγωμένος! Την είχε καλέσει
εκεί με τη σκέψη του, βομβαρδίζοντάς τη με κρουστικά κύ-
ματα οργής και πόνου. Είχε πάει εκεί για να τον βοηθήσει…
Είχε πάει εκεί γιατί του ανήκε!
Οι δύο φιγούρες είχαν πέσει τώρα στο παγωμένο έδαφος,
παλεύοντας και γρυλίζοντας σαν λύκοι. Γρήγορα και αθόρυ-
βα, η Έλενα τους πλησίασε. Εκείνος με τα κυματιστά μαλλιά
και τα πράσινα μάτια –ο Στέφαν, της ψιθύρισε μια φωνή στο
μυαλό της– είχε βουτήξει τον άλλο απ’ το λαιμό. Θυμός κα-
τέκλυσε την Έλενα· θυμός και προστατευτική διάθεση. Άπλω-
σε το χέρι της ανάμεσά τους για να αρπάξει εκείνο το χέρι
που θύμιζε τανάλια… για να ξεσφίξει τα δάχτυλά του.
Δεν της πέρασε καν απ’ το νου ότι μπορεί να μην είχε τη
δύναμη να το κάνει. Ένιωθε αρκετά δυνατή, και θα τα κα-
τάφερνε! Έριξε το βάρος της στο πλάι, τραβώντας τον αιχ-
μάλωτό της μακριά από τον αντίπαλό του. Για σιγουριά, μά-
λιστα, τράβηξε δυνατά το πληγωμένο μπράτσο του, ρίχνο-
ντάς τον με τα μούτρα μες στα λασπόνερα με τα φύλλα.
Μετά, όπως ήταν πίσω του, τον βούτηξε απ’ το λαιμό.
Η επίθεσή της τον είχε αιφνιδιάσει, αλλά δεν τον είχε κα-
τατροπώσει. Τη χτύπησε κι εκείνος, ψάχνοντας με το καλό
του χέρι να βρει το λαιμό της. Ο αντίχειράς του βυθίστηκε
στην τραχεία της.
Η Έλενα προσπάθησε να πάρει ανάσα, προσπάθησε να

του δαγκώσει το χέρι.Με το μυαλό της δεν το καταλάβαινε,
αλλά το κορμί της ήξερε τι έκανε. Τα δόντια της ήταν όπλο,
και θα του ξέσκιζαν τη σάρκα για να του ρουφήξει το αίμα.
Αλλά εκείνος ήταν πιο δυνατός.Μ’ ένα τίναγμα των ώμων
του, της ξέφυγε.Μετά, στρίβοντας απότομα, την εκσφενδό-
νισε μακριά. Βρέθηκε πάνω της αστραπιαία· το πρόσωπό
του είχε παραμορφωθεί από μια ζωώδη μανία. Εκείνη σφύ-
ριξε μέσ’ απ’ τα δόντια της και προσπάθησε να του βγάλει τα
μάτια με τα νύχια της, αλλά της τίναξε το χέρι μακριά.
Θα τη σκότωνε! Ακόμη και πληγωμένος, ήταν πολύ πιο
δυνατός. Τα χείλη του είχαν τραβηχτεί πίσω και φαίνονταν
τα δόντια του, που ήταν ήδη λεκιασμένα από κατακόκκινες
κηλίδες. Ήταν έτοιμος να επιτεθεί – σαν κόμπρα.
Και τότε, εκείνος κοκάλωσε! Έμεινε μετέωρος πάνω της,
και η Έλενα είδε την έκφρασή του να αλλάζει.
Είδε τα πράσινα μάτια του να γουρλώνουν. Οι κόρες των
ματιών του, που είχαν συσταλεί θυμίζοντας φλογισμένες
κουκκίδες, έγιναν απότομα τεράστιες. Την κοιτούσε, και ήταν
σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά.
Γιατί την κοιτούσε έτσι; Γιατί δεν ξεμπέρδευε απλώς μα-
ζί της; Αλλά η σιδερένια λαβή του στον ώμο της χαλάρωσε·
το ζωώδες γρύλισμα είχε σταματήσει και είχε αντικαταστα-
θεί από μια σαστισμένη, κατάπληκτη έκφραση. Κάθισε, και
τη βοήθησε να κάτσει κι εκείνη, με καρφωμένο το βλέμμα
του στο πρόσωπό της.
«Έλενα…» ψιθύρισε. Η φωνή του έσπασε. «Έλενα… εσύ
είσαι!»
Αυτή είμαι; Η Έλενα;
Αλλά τι σημασία είχε; Έριξε μια ματιά στη γέρικη βελανι-
διά. Εκείνος ήταν ακόμη εκεί. Στεκόταν όρθιος ανάμεσα στις
ρίζες που προεξείχαν, βαριανασαίνοντας, ακουμπώντας με
το ένα χέρι του στον κορμό, για να μην πέσει. Με τα απύθ-
μενα μαύρα μάτια του την κοιτούσε συνοφρυωμένος.
Μην ανησυχείς! Τούτος εδώ είναι ανόητος, και μπορώ να
τα βγάλω πέρα μαζί του.

Αφού του έστειλε τη σκέψη της, μετά, μ’ ένα τίναγμα, ρί-
χτηκε πάλι στον πρασινομάτη.
«Έλενα!» ούρλιαξε εκείνος τη στιγμή που τον έριχνε κά-
τω. Με το γερό χέρι του την κράτησε μακριά του, σπρώ-
χνοντας τον ώμο της. «Έλενα, εγώ είμαι! Ο Στέφαν! Έλενα,
σε παρακαλώ, κοίταξέ με!»
Τον κοιτούσε… Το μόνο που έβλεπε ήταν ο γυμνός λαιμός
του. Σφύριξε πάλι, τραβώντας πίσω το πάνω χείλος της και
δείχνοντάς του τα δόντια της.
Εκείνος πάγωσε.
Ένιωσε το σοκ που διαπέρασε το κορμί του, είδε το τσα-
κισμένο βλέμμα του. Το πρόσωπό του χλώμιασε πολύ – σαν
να είχε φάει γροθιά στο στομάχι. Πεσμένος στο λασπωμένο
έδαφος κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι του.
«Όχι!» ψιθύρισε. «Όχι…»
Φαινόταν σαν να μιλούσε στον εαυτό του· σαν να μην πε-
ρίμενε εκείνη να τον ακούσει. Άπλωσε το χέρι του στο μά-
γουλό της και η Έλενα προσπάθησε να τον δαγκώσει.
«Ω Έλενα…» ψιθύρισε.
Από το πρόσωπό του είχαν εξαφανιστεί και τα τελευ-
ταία ίχνη της μανίας, αυτής της ζωώδους επιθυμίας για αί-
μα. Το βλέμμα του ήταν θαμπό, πληγωμένο… και ευάλωτο.
Αυτή εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και όρμησε στον γυμνό
λαιμό του. Εκείνος σήκωσε το μπράτσο του να την εμποδί-
σει… να την απωθήσει, αλλά μετά το άφησε να ξαναπέσει.
Την κοίταξε για μια στιγμή επίμονα, και ηΈλενα είδε τονπό-
νο στο βλέμμα του να κορυφώνεται, να γίνεται αβάσταχτος.
Ύστερα εκείνος απλώς αφέθηκε… εγκατέλειψε κάθε προ-
σπάθεια· την κοίταζε μόνο, και το βλέμμα του έσταζε θλίψη.
Η Έλενα το ένιωσε – ένιωσε την απουσία αντίστασης στο
κορμί του. Εκείνος ξάπλωσε στο παγωμένο έδαφος και στα
μαλλιά του μπλέχτηκαν θρυμματισμένα φύλλα βελανιδιάς.
Κάρφωσε το βλέμμα του ψηλά – πέρα από εκείνη, στον σκο-
τεινό συννεφιασμένο ουρανό.
Αποτελείωσέ το…

Η Έλενα άκουσε ολοκάθαρα στο μυαλό της την αποκα-
μωμένη φωνή του.
Δίστασε για μια στιγμή. Κάτι σ’ αυτά τα μάτια ξυπνούσε
μέσα της αναμνήσεις. Είδε τον εαυτό της να στέκεται στο φεγ-
γαρόφωτο, να κάθεται σε μια σοφίτα… Αλλά οι αναμνήσεις
ήταν πολύ συγκεχυμένες· δεν τις καταλάβαινε· και η προ-
σπάθεια που κατέβαλλε της έφερνε ζαλάδα και αναγούλα.
Αυτός έπρεπε να πεθάνει! Αυτός ο πρασινομάτης, που
τον έλεγαν Στέφαν. Έπρεπε να πεθάνει, γιατί είχε χτυπήσει
εκείνον, τον άλλο… αυτόν που η Έλενα αγαπούσε και ήταν
πλασμένη να ζήσει μαζί του. Κανείς δεν μπορούσε να κάνει
κακό σ’ εκείνον και να συνεχίσει να ζει.
Έπιασε με τα δόντια της το λαιμό του παραδομένου στο
έλεός της Στέφαν και δάγκωσε δυνατά.
Αμέσως κατάλαβε ότι δεν το έκανε σωστά – δεν είχε δα-
γκώσει αρτηρία ή φλέβα. Θυμωμένη για την απειρία της,
συνέχισε να ψαχουλεύει το λαιμό του. Της άρεσε που δά-
γκωνε κάτι, αλλά δεν έβγαινε πολύ αίμα. Ανασήκωσε με ορ-
γή το κεφάλι της και τον δάγκωσε πάλι, και τότε ένιωσε το
κορμί του να αναπηδάει από τον πόνο.
Πολύ καλύτερα… Αυτή τη φορά είχε βρει φλέβα, αλλά
δεν την είχε σκίσει αρκετά βαθιά. Μια τόσο μικρή γρατσου-
νιά δεν αρκούσε… Για να αναβλύσει το πορφυρό ζεστό αί-
μα, έπρεπε σχεδόν να την κόψει.
Ένα ρίγος διαπέρασε το θύμα της, ενώ εκείνη προσπα-
θούσε να τα καταφέρει, ενώ τα δόντια της ψαχούλευαν και
μασουλούσαν. Τη στιγμή όμως που ένιωσε τη σάρκα να υπο-
χωρεί, τα χέρια κάποιου την τραβούσαν να τη σηκώσουν.
Η Έλενα γρύλισε χωρίς να αφήσει το λαιμό. Τα χέρια,
όμως, επέμεναν. Ένα μπράτσο τυλίχτηκε στη μέση της, δά-
χτυλα χώθηκαν στα μαλλιά της. Πάλεψε, κρατήθηκε με νύ-
χια και με δόντια από τη λεία της.
«Άσ’ τον… Παράτα τον!»
Η φωνή ήταν αυστηρή και επιτακτική, σαν ριπή παγω-
μένου ανέμου. Η Έλενα την αναγνώρισε και σταμάτησε να

αντιστέκεται στη δύναμη που την τραβούσε μακριά. Καθώς
τα χέρια την εναπόθεταν στο έδαφος και σήκωσε το βλέμ-
μα της για να τον κοιτάξει, ένα όνομα της ήρθε στο νου:
Ντέιμον! Το όνομά του ήταν Ντέιμον. Τον κοίταξε χολωμένη
που την είχε τραβήξει από το θήραμά της, αλλά πειθήνια.
Ο Στέφαν ανακάθισε. Ο λαιμός του ήταν κατακόκκινος.
Το αίμα έτρεχε στο πουκάμισό του. Η Έλενα έγλειψε τα χεί-
λη της. Ένιωθε να τρέμει από μια βασανιστική πείνα· μια
πείνα που έμοιαζε να πηγάζει από κάθε ίνα της ύπαρξής
της. Ένιωθε και πάλι ζαλάδα.
«Μου φάνηκε», είπε δυνατά ο Ντέιμον, «πως είπες ότι
ήταν νεκρή!»
Η Έλενα κοιτούσε τον Στέφαν, που –αν είναι ποτέ δυνα-
τόν!– ήταν χλωμότερος από πριν. Αυτό το ωχρό πρόσωπο
έμοιαζε ανείπωτα απελπισμένο.
«Κοίτα την…» ήταν το μόνο που απάντησε ο Στέφαν.
Ένα χέρι έπιασε το πιγούνι της Έλενας και ανασήκωσε το
πρόσωπό της. Τα μάτια της συνάντησαν τα μισόκλειστα, σκο-
τεινά μάτια του Ντέιμον. Μακριά λεπτά δάχτυλα άγγιξαν τα
χείλη της – τα εξερευνούσαν. Η Έλενα προσπάθησε, από έν-
στικτο, να δαγκώσει – όχι πολύ δυνατά. Το δάχτυλο του Ντέι-
μον βρήκε την κοφτερή καμπύλη του κυνόδοντα, και τότε εκεί-
νη πράγματι τον δάγκωσε – μια δαγκωνιά σαν μικρό γατάκι.
Το πρόσωπο του Ντέιμον ήταν ανέκφραστο· το βλέμμα
του σκληρό.
«Ξέρεις πού βρίσκεσαι;» τη ρώτησε.
Η Έλενα κοίταξε τριγύρω. Δέντρα…
«Στο δάσος!» είπε κατεργάρικα και τον ξανακοίταξε.
«Κι αυτός ποιος είναι;»
Κοίταξε εκεί που έδειχνε το δάχτυλό του. «Ο Στέφαν…»
είπε αδιάφορα. «Ο αδελφός σου».
«Κι εγώ ποιος είμαι; Ξέρεις ποιος είμαι;»
Του χαμογέλασε, και φάνηκαν τα μυτερά δόντια της. «Ξέ-
ρω, φυσικά! Είσαι ο Ντέιμον, και σε αγαπώ!»

2
Ηφωνή του Στέφαν ακούστηκε σιγανή, αλλά τραχιά. «Αυ-
τό ήθελες, Ντέιμον, έτσι δεν είναι; Και τώρα τα κατά-
φερες. Έπρεπε να την κάνεις σαν κι εμάς… σαν και σένα…
Δε σου αρκούσε απλώς να τη σκοτώσεις».
Ο Ντέιμον δε γύρισε να τον κοιτάξει. Με μισόκλειστα μά-
τια κοίταζε διαπεραστικά την Έλενα. Ήταν ακόμη γονατι-
σμένος και κρατούσε το πιγούνι της. «Είναι η τρίτη φορά
που το λες και έχει αρχίσει να με κουράζει», σχολίασε σιγα-
νά. Ήταν αναμαλλιασμένος, ίσως και λίγο λαχανιασμένος,
είχε όμως ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. «Σε σκότωσα,
Έλενα;» ρώτησε.
«Όχι φυσικά!» απάντησε εκείνη, πλέκοντας τα δάχτυλά
της με τα δάχτυλα του ελεύθερου χεριού του. Είχε όμως αρ-
χίσει να ανυπομονεί. Μα τι στην ευχή έλεγαν; Κανένας δεν
είχε σκοτωθεί!
«Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα έλεγες ψέματα», είπε ο
Στέφαν στον Ντέιμον, με ολοφάνερη ακόμη την πίκρα στη
φωνή του. «Όλα τα άλλα… ναι, τα περίμενα από σένα, αλ-
λά όχι αυτό! Ποτέ δε σε ξανάκουσα να προσπαθείς να κου-
κουλώσεις τις πράξεις σου για να τη σκαπουλάρεις».
«Λίγο ακόμη», είπε ο Ντέιμον, «και θ’ αρχίσω να χάνω την
υπομονή μου».
Τι άλλο θα μπορούσες να μου κάνεις; του ανταπάντησε
ο Στέφαν. Χάρη θα μου κάνεις αν με σκοτώσεις!
«Μου τέλειωσαν οι χάρες για σένα πριν από πέντε αιώ-
νες!» φώναξε ο Ντέιμον στον Στέφαν, αφήνοντας επιτέλους
το πιγούνι της Έλενας. «Τι θυμάσαι από τη σημερινή μέρα;»
τη ρώτησε.
Η Έλενα απάντησε κουρασμένα, σαν παιδί που επανα-
λάμβανε δυνατά ένα μάθημα που σιχαινόταν. «Σήμερα ήταν
η Γιορτή της Ημέρας των Ιδρυτών». Σφίγγοντας με τα δά-
χτυλά της τα δικά του, κοίταξε τον Ντέιμον στα μάτια. Αυ-
τό θυμόταν μόνο, αλλά δεν αρκούσε… Εκνευρισμένη, προ-
σπάθησε να θυμηθεί κι άλλα.
«Κάποιος ήταν στην τραπεζαρία… Η Κάρολιν!» Όταν εί-
πε το όνομα, τον κοίταξε κατευχαριστημένη. «Θα διάβαζε
το ημερολόγιό μου μπροστά σε όλους. Αυτό δεν ήταν καλό,
γιατί…» Η Έλενα προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά δεν τα κα-
τάφερε. «Δε θυμάμαι γιατί… Αλλά την ξεγελάσαμε!» Του χα-
μογέλασε ζεστά, συνωμοτικά.
«“Εμείς” το κάναμε, έτσι;»
«Ναι! της το πήρες. Το έκανες για μένα…» Τα δάχτυλα
του ελεύθερου χεριού της γλίστρησαν κάτω απ’ το μπου-
φάν του, ψάχνοντας το ημερολόγιο με το σκληρό εξώφυλ-
λο. «Επειδή μ’ αγαπάς…» είπε τη στιγμή που το βρήκε και
το γρατσούνισε απαλά με τα νύχια της. «Μ’ αγαπάς, έτσι
δεν είναι;»
Από το ξέφωτο ακούστηκε ένας ανεπαίσθητος ήχος. Η
Έλενα κοίταξε και είδε ότι ο Στέφαν είχε γυρίσει αλλού το
πρόσωπό του.
«Έλενα, τι συνέβη μετά;» ρώτησε ο Ντέιμον, τραβώντας
πάλι την προσοχή της.
«Μετά; Μετά η θεία Τζούντιθ τσακώθηκε μαζί μου…» Η
Έλενα το σκέφτηκε λίγο και ανασήκωσε τους ώμους της.
«Για κάτι… θύμωσα. Δεν είναι η μητέρα μου! Δεν έχει το δι-
καίωμα να μου λέει τι να κάνω!»
Η φωνή του Ντέιμον ακούστηκε ξερή. «Αυτό τελείωσε
πια, μη σε απασχολεί άλλο. Μετά τι έγινε;»
Η Έλενα αναστέναξε βαριά. «Μετά πήρα το αμάξι του
Ματ. Ο Ματ…» Είπε το όνομα σκεφτική, πλαταγίζοντας τη
γλώσσα της πάνω στους κυνόδοντές της. Στο νου της ήρθε

η εικόνα ενός γοητευτικού προσώπου, ξανθών μαλλιών και
γεροδεμένων ώμων. «Ο Ματ…»
«Και πού πήγες με το αυτοκίνητο του Ματ;»
«Στη γέφυρα Γουίκερι», είπε ο Στέφαν, κοιτώντας πάλι
προς το μέρος τους, με μάτια βουτηγμένα στην απόγνωση.
«Όχι! πήγα στην πανσιόν», τον διόρθωσε εκνευρισμένη η
Έλενα. «Για να περιμένω… εεε… ξέχασα τι. Τέλος πάντων…
αλλά περίμενα εκεί.Μετά άρχισε η θύελλα… Αέρας, βροχή…
τα πάντα. Δε μου άρεσε. Μπήκα στο αμάξι. Αλλά κάτι άρ-
χισε να με κυνηγάει…»
«“Κάποιος” άρχισε να σε κυνηγάει!» είπε ο Στέφαν, κοι-
τώντας τον Ντέιμον.
«Ένα “πράγμα” ήταν!» επέμεινε η Έλενα. Είχε βαρεθεί να
τη διακόπτει. «Πάμε κάπου αλλού, οι δυο μας μόνο», είπε
στον Ντέιμον, γονατίζοντας και φέρνοντας το πρόσωπό
της πολύ κοντά στο δικό του.
«Σε ένα λεπτό», της είπε. «Τι “πράγμα” ήταν αυτό που σε
κυνήγησε;»
Τραβήχτηκε πίσω εξοργισμένη. «Δεν ξέρω τι “πράγμα”
ήταν! Δεν είχα ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο! Δεν ήταν σαν εσέ-
να ή τον Στέφαν. Ήταν…» Εικόνες άρχισαν να περνούν σαν
αστραπή απ’ το μυαλό της: Η ομίχλη που κυλούσε πάνω
στο έδαφος· ο άνεμος που ούρλιαζε· ένα σχήμα άσπρο και
τεράστιο, λες και ήταν φτιαγμένο κι αυτό από ομίχλη, ένα
σχήμα που προσπαθούσε να την προφτάσει, σαν σύννεφο
που το έσπρωχνε ο αέρας.
«Ίσως ήταν απλώς η θύελλα», είπε. «Αλλά νόμιζα ότι ήθε-
λε να μου κάνει κακό. Του ξέφυγα όμως!» Πασπατεύοντας
το φερμουάρ του δερμάτινου μπουφάν του Ντέιμον, του
χαμογέλασε κρυφά κοιτάζοντάς τον στα μάτια μέσ’ απ’ τις
βλεφαρίδες της.
Στο πρόσωπο του Ντέιμον φάνηκε για πρώτη φορά κά-
ποιο συναίσθημα. Τα χείλη του συσπάστηκαν σε μια γκρι-
μάτσα. «Του ξέφυγες…»
«Ναι! Θυμήθηκα αυτό που… κάποιος… μου είχε πει για

το τρεχούμενο νερό. Τα σατανικά πλάσματα δεν μπορούν
να το διασχίσουν. Οδήγησα, λοιπόν, προς το Ντρόουνιν
Κρικ, προς τη γέφυρα. Και τότε…» Κόμπιασε, συνοφρυώ-
θηκε, προσπάθησε να βρει μια ξεκάθαρη ανάμνηση μες στην
καινούργια θολούρα. Νερό… θυμόταν το νερό… και κάποιον
που ούρλιαζε… αλλά τίποτε άλλο. «Μετά το διέσχισα!» είπε
τελικά, σαν να της είχε έρθει έμπνευση. «Πρέπει να το διέ-
σχισα, γιατί τώρα είμαι εδώ. Αυτό είναι όλο! Μπορούμε τώ-
ρα να φύγουμε;»
Ο Ντέιμον δεν της απάντησε.
«Το αυτοκίνητο είναι ακόμη στο ποτάμι», είπε ο Στέφαν.
Αυτός και ο Ντέιμον κοιτούσαν ο ένας τον άλλο, σαν δύο ενή-
λικες που συζητούσαν μπροστά σ’ ένα παιδί που δεν κατα-
λάβαινε. Είχαν παραμερίσει την έχθρα τους. Η Έλενα ένιωσε
απίστευτα ενοχλημένη. Πήγε να πει κάτι, αλλά ο Στέφαν συ-
νέχισε να μιλάει. «Το βρήκαμε η Μπόνι, η Μέρεντιθ κι εγώ.
Βούτηξα και την έβγαλα, αλλά ήταν ήδη…»
Ήταν ήδη… τι; Η Έλενα συνοφρυώθηκε.
Τα χείλη του Ντέιμον είχαν κυρτώσει κοροϊδευτικά. «Και
σήκωσες τα χέρια ψηλά; Εσύ, τουλάχιστον, έπρεπε να υπο-
ψιαστείς τι μπορεί να συνέβαινε. Ή μήπως η ιδέα και μόνο
σου ήταν τόσο αποκρουστική, που ούτε καν σου πέρασε
απ’ το νου; Θα προτιμούσες να είχε πράγματι πεθάνει;»
«Δεν είχε σφυγμό, ούτε ανέπνεε!» είπε έξω φρενών ο Στέ-
φαν. «Και ήξερα ότι δεν είχε ποτέ πάρει αρκετό αίμα, ώστε
να μπορώ να την αλλάξω!» Το βλέμμα του σκλήρυνε. «Όχι
από μένα, τουλάχιστον!»
Η Έλενα ξαναπήγε να πει κάτι. Ο Ντέιμον ακούμπησε τα
δάχτυλά του πάνω στα χείλη της για να την κάνει να σω-
πάσει και πρόσθεσε ήρεμα: «Κι αυτό ακριβώς είναι τώρα το
πρόβλημα. Ή μήπως παραέχεις τυφλωθεί και ούτε καν το
βλέπεις; Μου είπες να την κοιτάξω… Κοίτα την εσύ! Είναι
σοκαρισμένη και δε μιλάει λογικά. Ναι! το βλέπω ακόμη κι
εγώ». Χαμογέλασε εκθαμβωτικά για μια στιγμή και συνέχισε.
«Είναι κάτι περισσότερο από τη συνηθισμένη σύγχυση μετά

την αλλαγή. Χρειάζεται αίμα –ανθρώπινο αίμα–, αλλιώς το
κορμί της δε θα έχει τη δύναμη να ολοκληρώσει την αλλαγή.
Θα πεθάνει!»
Η Έλενα αναρωτήθηκε αγανακτισμένη τι εννοούσε λέγο-
ντας «δε μιλάει λογικά». «Μια χαρά είμαι!» είπε μέσ’ από τα
δάχτυλα του Ντέιμον. «Είμαι απλώς κουρασμένη. Ήμουν
έτοιμη να κοιμηθώ όταν σας άκουσα να τσακώνεστε, και ήρ-
θα εδώ για να σε βοηθήσω. Αλλά εσύ δε με άφησες να τον
σκοτώσω!» κατέληξε αγανακτισμένη.
«Ναι! γιατί δεν την άφησες;» ρώτησε ο Στέφαν. Είχε καρ-
φώσει τα μάτια του στον Ντέιμον, σαν να ήθελε να του ανοί-
ξει τρύπες με το βλέμμα του. Κάθε ίχνος συνεργασίας από
τη μεριά του είχε εξαφανιστεί. «Θα ήταν το πιο εύκολο
πράγμα στον κόσμο».
Ο Ντέιμον τον κοιτούσε επίμονα, εξοργισμένος ξαφνικά.
Η έχθρα του ορμούσε να συναντήσει την έχθρα του Στέφαν.
Ανάσαινε γρήγορα και ρηχά. «Ίσως δε μου αρέσουν τα εύ-
κολα!» του σφύριξε. Μετά φάνηκε να ξαναβρίσκει τον αυ-
τοέλεγχό του. Τα χείλη του στράβωσαν κοροϊδευτικά και
πρόσθεσε: «Με άλλα λόγια, αγαπητέ αδελφέ μου, αν κά-
ποιος πρόκειται να έχει την ικανοποίηση ότι σε σκότωσε,
αυτός θα είμαι εγώ. Κανένας άλλος. Σχεδιάζω να το κάνω
εγώ προσωπικά. Και σε κάτι τέτοια, τα καταφέρνω στ’ αλή-
θεια πολύ καλά…»
«Το έχουμε δει αυτό», είπε ήρεμα ο Στέφαν, σαν να του
προκαλούσε αηδία η κάθε λέξη που πρόφερε.
«Αλλά αυτήν εδώ…» είπε ο Ντέιμον, κοιτάζοντας την Έλε-
να με μάτια που αστραποβολούσαν, «δεν τη σκότωσα εγώ!
Γιατί να το έκανα; Μπορούσα να την έχω αλλάξει όποια
στιγμή ήθελα».
«Ίσως γιατί μόλις είχε αρραβωνιαστεί κι ετοιμαζόταν να
παντρευτεί κάποιον άλλο».
Ο Ντέιμον ανασήκωσε το χέρι της Έλενας που ήταν ακό-
μη πλεγμένο με το δικό του. Στον παράμεσο λαμπύρισε ένα
χρυσό δαχτυλίδι, δεμένο με μια έντονα γαλάζια πολύτιμη

πέτρα. Η Έλενα το κοίταξε συνοφρυωμένη και θυμήθηκε
αμυδρά ότι το είχε ξαναδεί. Μετά ανασήκωσε τους ώμους
της και ακούμπησε αποκαμωμένη πάνω στον Ντέιμον.
«Μμ…» είπε ο Ντέιμον κοιτώντας τη, «δε μου φαίνεται με-
γάλο πρόβλημα αυτό, έτσι δεν είναι;. Νομίζω ότι μάλλον θα
χαρεί να σε ξεχάσει». Γύρισε και κοίταξε τον Στέφαν χαμο-
γελώντας του χαιρέκακα. «Αλλά θα το διαπιστώσουμε όταν
ξανάρθει στα συγκαλά της. Τότε μπορούμε να τη ρωτήσου-
με ποιον απ’ τους δυο μας θέλει. Σύμφωνοι;»
Ο Στέφαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Πώς μπο-
ρείς ακόμη και να το λες αυτό; Μετά απ’ ό,τι συνέβη…» Η
φωνή του αργόσβησε.
«Με την Κατερίνε; Εγώ μπορώ να το λέω, κι ας μην μπο-
ρείς εσύ. Η Κατερίνε έκανε μια ανόητη επιλογή και πλήρω-
σε το τίμημα. Η Έλενα είναι διαφορετική. Ξέρει τι θέλει. Αλ-
λά δεν έχει σημασία αν συμφωνείς ή όχι», πρόσθεσε, αψη-
φώντας τις νέες διαμαρτυρίες του Στέφαν. «Το θέμα είναι
ότι τώρα είναι αδύναμη και χρειάζεται αίμα. Θα φροντίσω
να το πάρει και μετά θα βρω ποιος της το έκανε αυτό. Αν
θέλεις, μπορείς να έρθεις μαζί. Κάνε ό,τι νομίζεις…»
Σηκώθηκε και σήκωσε και την Έλενα. «Πάμε!»
Η Έλενα σηκώθηκε πρόθυμα, ευχαριστημένη που έφευ-
γαν. Το δάσος είχε ενδιαφέρον τη νύχτα, κάτι που ποτέ στο
παρελθόν δεν είχε προσέξει.Οι κουκουβάγιες έστελναν μέσα
απ’ τα δέντρα τις πένθιμες στοιχειωμένες κραυγές τους και
τα ποντίκια έτρεχαν τρομαγμένα μακριά απ’ τα πόδια της,
που έμοιαζαν να γλιστρούν πάνωστο έδαφος.Οαέρας ήταν
πιο ψυχρός, γιατί πάγωνε πρώτα στα βαθουλώματα και στις
κατηφοριές του δάσους. Η Έλενα διαπίστωσε ότι ήταν εύκο-
λο να βαδίζει αθόρυβα πάνωστα πεσμένα φύλλα έχοντας δί-
πλα της τον Ντέιμον – απλώς έπρεπε να προσέχει πού πα-
τάει. Δεν κοίταξε πίσωνα δει αν ο Στέφαν τους ακολουθούσε.
Αναγνώρισε το σημείο όπου βγήκαν από το δάσος. Είχε
ξαναβρεθεί εκεί νωρίτερα εκείνη τη μέρα. Τώρα όμως γινό-
ταν χαλασμός. Κόκκινα και μπλε φώτα αναβόσβηναν πάνω
σε αμάξια και κινητοί προβολείς φώτιζαν σκυμμένες αν-
θρώπινες φιγούρες. Η Έλενα κοίταξε με περιέργεια τους αν-
θρώπους. Αρκετούς τούς γνώριζε. Εκείνη τη γυναίκα, για
παράδειγμα, με το βασανισμένο λεπτό πρόσωπο και τα γε-
μάτα αγωνία μάτια – η θεία Τζούντιθ ήταν; Και ο ψηλός
άντρας δίπλα της δεν ήταν ο Ρόμπερτ, ο αρραβωνιαστικός
της θείας Τζούντιθ;
Η Έλενα σκέφτηκε ότι έπρεπε να είναι μαζί τους και κά-
ποιος άλλος. Ένα κοριτσάκι με μαλλιά τόσο ανοιχτόχρωμα
όσο τα δικά της. Αλλά όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε
να θυμηθεί το όνομά της.
Τα δυο αγκαλιασμένα κορίτσια που στέκονταν περικυ-
κλωμένα από διάφορους υπεύθυνους… αυτές τις δύο τις
θυμήθηκε! Η μικροκαμωμένη κοκκινομάλλα που έκλαιγε
ήταν η Μπόνι. Η ψηλότερη, με τα πλούσια μαύρα μαλλιά,
ήταν η Μέρεντιθ.
«Μα δεν είναι μες στο νερό!» έλεγε ηΜπόνι σ’ έναν άντρα
με στολή. Η φωνή της έτρεμε, λες και ήταν έτοιμη να πάθει
υστερία. «Είδαμε τον Στέφαν που την έβγαζε. Σας το έχω
πει χιλιάδες φορές!»
«Και τον αφήσατε εδώ μαζί της;»
«Έπρεπε να το κάνουμε! Η καταιγίδα δυνάμωνε και ερ-
χόταν κάτι…»
«Άσ’ το αυτό!» τη διέκοψε η Μέρεντιθ. Ακουγόταν ελάχι-
στα μόνο πιο ήρεμη από την Μπόνι. «Ο Στέφαν είπε ότι
αν… τέλος πάντων, αν αναγκαζόταν να την αφήσει, θα την
άφηνε κάτω από τις ιτιές».
«Και πού βρίσκεται τώρα ο Στέφαν;» ρώτησε ένας άλλος
άντρας με στολή.
«Δεν ξέρουμε! Εμείς πήγαμε να ζητήσουμε βοήθεια.Μάλ-
λον μας ακολούθησε.Όσο για το τι συνέβη στην Έλενα…» Η
Μπόνι γύρισε και βύθισε το πρόσωπό της στην αγκαλιά της
Μέρεντιθ.
Η Έλενα συνειδητοποίησε ότι ήταν αναστατωμένες για
εκείνη. Μα τι ανόητες που είναι! Θα το ξεκαθαρίσω τώρα
 αμέσως! Πήγε να προχωρήσει προς το φως, αλλά ο Ντέιμον
την τράβηξε πίσω. Τον κοίταξε προσβεβλημένη.
«Όχι έτσι! Διάλεξε ποιους θέλεις και θα σ’ τους φέρω
εγώ», της είπε.
«Να τους θέλω για ποιο λόγο;»
«Για να φας, Έλενα. Τώρα είσαι κυνηγός. Αυτοί είναι η
λεία σου».
Η Έλενα, αβέβαιη, πίεσε με τη γλώσσα της τον κυνόδο-
ντά της. Τίποτε εκεί πέρα δεν της θύμιζε τροφή. Ωστόσο,
αφού το είχε πει ο Ντέιμον, δεν είχε διάθεση να τον αμφι-
σβητήσει. «Όπως νομίζεις», του είπε πρόθυμα.
Ο Ντέιμον έγειρε πίσω το κεφάλι του. Τα μάτια του μι-
σόκλεισαν και σάρωσε με το βλέμμα του το χώρο μπροστά
του, σαν ειδικός που εκτιμούσε έναν πασίγνωστο πίνακα.
«Λοιπόν… τι θα έλεγες για δύο ωραίους νεαρούς γιατρούς;»
«Όχι!» είπε μια φωνή πίσω τους.
Ο Ντέιμον έριξε μια ματιά στον Στέφαν πάνω απ’ τον
ώμο του. «Γιατί όχι;»
«Γιατί έχουν γίνει αρκετές επιθέσεις.Μπορεί να χρειάζεται
ανθρώπινο αίμα, αλλά δεν είναι ανάγκη να κυνηγήσει για να
το πάρει». Το πρόσωπο του Στέφαν ήταν δυσανάγνωστο και
εχθρικό, αλλά έδειχνε ανυποχώρητα αποφασιστικός.
«Υπάρχει άλλος τρόπος;» τον ρώτησε ειρωνικά ο Ντέιμον.
«Το ξέρεις ότι υπάρχει. Βρες κάποιον πρόθυμο να το κά-
νει, ή κάποιον που θα τον πείσουμε να το κάνει. Κάποιον
που θα προσφερθεί για την Έλενα, και που είναι αρκετά δυ-
νατός διανοητικά ώστε να τα βγάλει πέρα με όλο αυτό».
«Να υποθέσω ότι ξέρεις πού μπορούμε να βρούμε αυτόν
το χαρισματικό άνθρωπο;»
«Φέρ’ τη στο σχολείο.Θα σας συναντήσωεκεί», είπε ο Στέ-
φαν και εξαφανίστηκε.
Απομακρύνθηκαν από την αναμπουμπούλα – από τα
φώτα που αναβόσβηναν και τους ανθρώπους που πηγαι-
νοέρχονταν. Καθώς έφευγαν, η Έλενα πρόσεξε κάτι παρά-
ξενο. Μέσα στο ποτάμι, φωτισμένο από κινητούς προβο-
 λείς, βρισκόταν ένα αυτοκίνητο. Ήταν εντελώς βυθισμένο
στο νερό εκτός απ’ τον μπροστινό προφυλακτήρα, που
εξείχε πάνω από την επιφάνεια του νερού.
Τι ανόητο μέρος για παρκάρισμα, σκέφτηκε και ακολού-
θησε τον Ντέιμον στο δάσος.
Ο Στέφαν άρχισε πάλι να αισθάνεται.
Πονούσε. Νόμιζε ότι είχε ξεμπερδέψει με τον πόνο – με
το οποιοδήποτε συναίσθημα. Όταν είχε τραβήξει το άψυ-
χο σώμα της Έλενας απ’ τα σκοτεινά νερά νόμιζε ότι τίπο-
τε πλέον δε θα τον πονούσε, γιατί τίποτε δε θα μπορούσε
να συγκριθεί μ’ εκείνη τη στιγμή.
Έκανε λάθος…
Σταμάτησε και στηρίχτηκε σ’ ένα δέντρο με το χέρι που
δεν ήταν πληγωμένο. Χαμήλωσε το κεφάλι του κι άρχισε να
ανασαίνει βαθιά. Όταν του πέρασε ο έξαλλος θυμός και ξε-
θόλωσαν τα μάτια του, συνέχισε να προχωράει. Αλλά ο πό-
νος που του έκαιγε το στήθος συνέχισε αμείωτος. Είπε στον
εαυτό του να σταματήσει να τη σκέφτεται, ξέροντας ότι
ήταν άσκοπο.
Η Έλενα όμως δεν είχε πράγματι πεθάνει. Δε σήμαινε τί-
ποτε αυτό; Νόμιζε ότι δε θα ξανάκουγε τη φωνή της, ότι δε
θα ένιωθε πάλι το άγγιγμά της…
Και τώρα, όταν τον άγγιξε, ήθελε να τον σκοτώσει!
Σταμάτησε πάλι. Διπλώθηκε στα δύο, νομίζοντας ότι θα
έκανε εμετό.
Ήταν φρικτότερο μαρτύριο να τη βλέπει έτσι από το να
τη βλέπει παγωμένη και νεκρή. Ίσως γι’ αυτό τον είχε αφήσει
να ζήσει ο Ντέιμον. Ίσως αυτή ήταν η εκδίκηση του Ντέιμον.
Και ίσως ο Στέφαν έπρεπε απλώς να κάνει αυτό που εί-
χε σχεδιάσει να κάνει, αφού πρώτα θα σκότωνε τον Ντέι-
μον. Να περιμένει μέχρι την αυγή και τότε να βγάλει το αση-
μένιο δαχτυλίδι που τον προστάτευε απ’ το φως του ήλιου.
Να σταθεί κάτω από την πύρινη αγκαλιά των λαμπερών
 ακτίνων μέχρις ότου καεί όλη η σάρκα του και σταματήσει
ο πόνος μια για πάντα.
Αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να το κάνει. Όσο η Έλενα
περπατούσε πάνω σ’ αυτή τη γη δε θα μπορούσε ποτέ να
την αφήσει. Ακόμη κι αν τον μισούσε, ακόμη κι αν ήθελε να
τον κυνηγήσει σαν θήραμα… Θα έκανε ό,τι μπορούσε για να
την κρατήσει ασφαλή.
Ο Στέφαν λοξοδρόμησε προς την πανσιόν. Έπρεπε να
πλυθεί πριν τον δουν άνθρωποι. Στο δωμάτιό του καθάρι-
σε το αίμα απ’ το πρόσωπο και το λαιμό του και κοίταξε
τα μπράτσα του. Τα τραύματα είχαν αρχίσει ήδη να επου-
λώνονται. Αν συγκεντρωνόταν, θα μπορούσε να επισπεύ-
σει τη διαδικασία της επούλωσης. Κατανάλωνε όμως γρή-
γορα τις Δυνάμεις του – η πάλη με τον αδελφό του τον εί-
χε ήδη εξασθενήσει. Αλλά ήταν σημαντικό να νιώσει καλύ-
τερα. Όχι επειδή πονούσε στον ώμο του –αυτό τον πόνο
σχεδόν δεν τον ένιωθε–, αλλά επειδή έπρεπε να είναι σε
φόρμα.
ΟΝτέιμον και η Έλενα περίμεναν έξω απ’ το σχολείο.Ένιω-
σε την ανυπομονησία του αδελφού του και την καινούργια,
άγρια παρουσία της Έλενας στο σκοτάδι.
«Ελπίζω να έχουμε αποτέλεσμα», είπε ο Ντέιμον.
Ο Στέφαν δεν απάντησε. Το θέατρο του σχολείου ήταν
ένα ακόμη μέρος όπου γινόταν χαλασμός. 

Ο κόσμος κανονικά έπρεπε να απολαμβάνει το χορό της Ημέρας των Ιδρυτών. Όσοι όμως ήταν ακόμη εκεί, περιμένοντας να περάσει η καταιγίδα, βημάτιζαν πέρα-δώθε ή μιλούσαν σε μικρές πα-
ρέες. Ο Στέφαν κοίταξε από την ανοιχτή πόρτα, αναζητώντας με τη σκέψη του έναν συγκεκριμένο άνθρωπο.Τον βρήκε. Πάνω σ’ ένα τραπέζι στη γωνία ήταν σκυμμένο ένα ξανθό κεφάλι.Ματ!

Ο Ματ ίσιωσε το κορμί του και κοίταξε τριγύρω σαστι-
σμένος. Επιστρατεύοντας όλη τη δύναμη της θέλησής του,
ο Στέφαν τον παρότρυνε να βγει έξω. Χρειάζεσαι φρέσκο
αέρα, του είπε, χώνοντας την ιδέα στο υποσυνείδητο του
Ματ. Νιώθεις πως θέλεις να βγεις έξω για λίγο.

Πήγαινέ τη στο σχολείο, στην αίθουσα της Φωτογραφίας. Ξέ-
ρει πού είναι.Μην εμφανιστείτε μέχρι να σας φωνάξω, είπε
στον Ντέιμον, ο οποίος στεκόταν χωρίς να φαίνεται έξω
ακριβώς απ’ το σημείο που έπεφταν τα φώτα.
Ο Ματ βγήκε έξω. Ανασήκωσε το πρόσωπό του με τα
τραβηγμένα χαρακτηριστικά και κοίταξε τον αφέγγαρο ου-
ρανό. Όταν του μίλησε ο Στέφαν, τινάχτηκε.
«Στέφαν! επιτέλους!» Στο πρόσωπό του πάλευαν η απελ-
πισία, η ελπίδα και ο τρόμος. Πλησίασε γρήγορα τον Στέ-
φαν. «Την έφεραν πίσω; Υπάρχει κάτι νεότερο;»
«Εσύ τι άκουσες;»

ΟΜατ πριν απαντήσει τον κάρφωσε για μια στιγμή με το
βλέμμα του. «Ήρθαν η Μπόνι και η Μέρεντιθ και είπαν ότι η
Έλενα είχε πέσει από τη γέφυρα Γουίκερι με το αμάξι μου. Εί-
παν ότι είναι…» Σταμάτησε και ξεροκατάπιε. «Δεν είναι αλή-
θεια, Στέφαν, έτσι;» Το βλέμμα του ήταν παρακλητικό.
Ο Στέφαν κοίταξε μακριά.

«Ω Θεέ μου!» είπε βραχνά ο Ματ. Γύρισε την πλάτη του
στον Στέφαν πιέζοντας τα μάτια του με τις παλάμες του.
«Δεν το πιστεύω! Όχι! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια!»
«Ματ…» Ο Στέφαν τον άγγιξε στον ώμο.

«Συγγνώμη…» Η φωνή του Ματ ακούστηκε βαριά και
τραχιά. «Θα πρέπει να ζεις την κόλαση, κι εγώ σ’ το κάνω
χειρότερο».

Περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι, σκέφτηκε ο Στέφαν,
και τράβηξε το χέρι του από τονώμο τουΜατ. Είχε έρθει εδώ
με την πρόθεση να χρησιμοποιήσει τις Δυνάμεις του για να
πείσει τον Ματ, αλλά τώρα του φαινόταν αδύνατον. Δεν
μπορούσε να το κάνει. Δεν μπορούσε να το κάνει στον πρώ-
το, στον μοναδικό άνθρωπο-φίλο που είχε σ’ αυτό τον τόπο.
Η μόνη εναλλακτική λύση του ήταν να πει στον Ματ την
αλήθεια. Να αφήσει τον Ματ να διαλέξει μόνος του, ξέρο-
ντας τα πάντα.

«Αν αυτή τη στιγμή μπορούσες να κάνεις κάτι για την
Έλενα», του είπε, «θα το έκανες;»

Ο Ματ ήταν τόσο βυθισμένος στον πόνο του, που δεν
τον ρώτησε τι είδους ηλίθια ερώτηση ήταν αυτή. «Θα έκα-
να τα πάντα!» απάντησε σχεδόν θυμωμένος, σκουπίζοντας
τα μάτια με το μανίκι του. «Θα έκανα τα πάντα γι’ αυτή!»
Κοίταξε τον Στέφαν σχεδόν προκλητικά, ενώ η ανάσα του
έτρεμε.

Συγχαρητήρια! σκέφτηκε ο Στέφαν, νιώθοντας ξαφνικά
ένα απύθμενο κενό στο στομάχι του.Μόλις κέρδισες ένα τα-
ξίδι στη Ζώνη του Λυκόφωτος!
«Έλα μαζί μου», είπε. «Έχω κάτι να σου δείξω…»

6 σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...